- Κονεμένος
- Επώνυμο οικογένειας από την Πρέβεζα, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στις επιστήμες και στα γράμματα και κατέλαβαν πολιτικά αξιώματα. Σύμφωνα με οικογενειακή παράδοση, η οποία αναφέρεται και από τον Αλέξανδρο Ραγκαβή, η οικογένεια Κ. προερχόταν από τον τελευταίο κλάδο των δεσποτών της Ηπείρου, τους Κομνηνούς. 1. Ανδρέας (Πρέβεζα 1776 – 1885). Γιατρός. Μετά την καταστροφή της Πρέβεζας από τον Αλή πασά (1798) κατέφυγε μαζί με την οικογένειά του στην Κέρκυρα. Επέστρεψε στη γενέτειρά του έπειτα από την αγγλική κατοχή της Επτανήσου (1817). Σπούδασε ιατρική στην Πίζα και προσέφερε πολλές υπηρεσίες ως γιατρός στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, όταν βρισκόταν στην Τρίπολη κ.α. 2. Γεώργιος (Πρέβεζα 1822 – Κέρκυρα 1895). Διπλωμάτης. Ξεκίνησε την εκπαίδευσή του στη Λευκάδα και αργότερα μετέβη στην Κέρκυρα, όπου συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Ιόνιο Ακαδημία. Στη συνέχεια συγκαταλέχθηκε ανάμεσα στους πρώτους φοιτητές που εγγράφηκαν στο νεοϊδρυθέν Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1849 ο Κ. διορίστηκε τοποτηρητής της Σάμου με δικτατορικά δικαιώματα, λόγω της εξέγερσης των κατοίκων, και σύντομα κατόρθωσε να επαναφέρει την τάξη στο νησί. Έπειτα από αίτηση των κατοίκων διορίστηκε ηγεμόνας της Σάμου, ενώ νωρίτερα η Πύλη τού είχε απονείμει τον τιμητικό τίτλο του μπέη. Διακρίθηκε για τη σύνεση και τις διοικητικές του ικανότητες, με αποτέλεσμα η γενική συνέλευση των Σαμιωτών, με ψήφισμά της, να τον ανακηρύξει «αγαθό πολίτη της Σάμου». Το 1855 ο Κ. μετατέθηκε στην Αθήνα, όπου διηύθυνε την οθωμανική πρεσβεία έως το 1861, οπότε εστάλη στην Αγία Πετρούπολη για να εκπροσωπήσει τον σουλτάνο στους γάμους του τσάρου. Αργότερα μετατέθηκε για λόγους υγείας στην Κέρκυρα, όπου διορίστηκε γενικός πρόξενος της Τουρκίας· εκεί, ο Κ. τήρησε πατριωτική στάση σε όλα τα εθνικά ζητήματα που προέκυψαν. Στο σπίτι του φιλοξενήθηκαν κατά καιρούς πολλές προσωπικότητες της εποχής. Το 1858 δημοσίευσε στη Νέα Πανδώρα διάφορα δοκίμια και ποιήματα στην καθαρεύουσα και στην ιταλική. 3. Νικόλαος (1832 – 1907). Λόγιος. Σε πολύ νεαρή ηλικία εστάλη από τον πατέρα του στην Κέρκυρα, όπου αργότερα φοίτησε στην Ιόνιο Ακαδημία και ασχολήθηκε κυρίως με τη μελέτη της φιλοσοφίας. Στην Κέρκυρα έμεινε έως το 1869, διάστημα κατά το οποίο εξέδωσε το σατιρικό περιοδικό Εωσφόρος, τύπωσε την κοινωνική σάτιρα Η φαντασία μου (1867) και έγραψε τη μελέτη του Γυναίκα, όπου υπεράσπισε τα παραγκωνισμένα –από την κοινωνία της εποχής του– δικαιώματα της γυναίκας. Αργότερα διορίστηκε πρόξενος της Τουρκίας στην Πάτρα (έως το 1885), όπου τύπωσε τις γλωσσικές μελέτες του Το ζήτημα της γλώσσας (1873), Και πάλε περί γλώσσας (1878), που προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση στον διάσημο βυζαντινολόγο Κρουμπάχερ, ώστε τοποθέτησε τον Κ. δίπλα στον Βηλαρά και στον Σολωμό, ως τέταρτο «θεωρητικό σύντροφο». Ο Κ. πρέσβευε την αρχή πως η δημοτική γλώσσα έπρεπε να καθιερωθεί όπως είχε εξελιχθεί, χωρίς βίαιη αφομοίωση φθόγγων ή λέξεων, που ο λαός δεν είχε ακόμα χρησιμοποιήσει. Σε ένα μεταγενέστερο άρθρο του (Λίγα και περί γλώσσας) σημείωνε: «Το τι θα γένη και με τον καιρό και με τους αιώνες, τούτο δεν το ξέρει και μήτε είναι δυνατόν να το προμαντέψη κανένας. Αλλά εμείς σήμερα πρέπει να γράψωμε για τους συγχρόνους, να γράψωμε τη γλώσσα του καιρού μας, τη γλώσσα της κοινής συνήθειας με όσα ελαττώματα και ατέλειες κι αν ήθελ’ έχει». Ο Κρουμπάχερ θαύμαζε τη σοβαρότητα των συμπερασμάτων του Κ., στα οποία ο τελευταίος είχε καταλήξει χωρίς να είναι ειδικός γλωσσολόγος, αλλά ερασιτέχνης. Ωστόσο ήταν ιδιαίτερα προικισμένος, όπως φανερώνει και η σπάνια (πάλι ερασιτεχνική) συλλογή του από κοχύλια –περίπου 50.000 κομμάτια, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονταν νέα είδη, άγνωστα μέχρι τότε στην επιστήμη– που τα ανακάλυψε και τα ονομάτισε ο ίδιος. Ο Παλαμάς θεωρούσε πως ο Κ. είχε επηρεαστεί από τον συγγραφέα του Υπεράνθρωπου, Νίτσε, γεγονός που διαφαίνεται όχι μόνο στη μελέτη του Οικογένεια, όπου υιοθετεί αρνητική στάση απέναντι στην καθιερωμένη αστική μορφή του γάμου, αλλά και στη γενική συμπεριφορά του· ο Κωστής Πασαγιάννης παρατηρεί, σε μία σκιαγραφία που του αφιέρωσε, ότι η ιδιωτική του ζωή χαρακτηριζόταν από «ασυνήθιστες και παράξενες περιπέτειες» και ο ίδιος ήταν «ασύστολος καταφρονητής, πικρόχολος σατιριστής, ο καταλυτής, ο παράτολμος των ερειπωμένων ειδώλων του πλήθους».
Dictionary of Greek. 2013.